στέφομαι

στέφομαι
στέφομαι, στέφθηκα, εστεμμένος βλ. πίν. 14
——————
Σημειώσεις:
στέφομαι : η μτχ. εστεμμένος χρησιμοποιείται ως επίθετο ( αυτός που έχει βασιλικό αξίωμα).

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στέφομαι — στέφω put round pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουρουνιάζω — (Μ) μέσ. κουρουνιάζομαι (για βασιλιά) στέφομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προβηγκ. courounar] …   Dictionary of Greek

  • προπομπεύω — Α 1. προπορεύομαι σε πομπή 2. φέρνω κάτι μπροστά σε κάποιον με πομπή 3. συνοδεύω κάποιον για παροχή προστασίας και για λόγους ευγενείας 4. θριαμβεύω, στέφομαι με λαμπρή επιτυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πομπεύω «συνοδεύω ως πομπός»] …   Dictionary of Greek

  • στέφω — ΝΜΑ, και στέπτω Α περιβάλλω κάποιον ή κάτι με στέφανο, στεφανώνω νεοελλ. 1. επιθέτω το στέμμα στην κεφαλή ηγεμόνα που μόλις ανήλθε στον θρόνο, τελώ την επίσημη τελετή τής ανάρρησης ηγεμόνα στον θρόνο («ο Ναπολέων στέφθηκε αυτοκράτορας το 1804») 2 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”